- κολοβοδιέξοδος
- κολοβο-διέξοδος, ον,A having a curtailed passage, of stars whose rising and setting is invisible owing to sunrise and sunset, Ptol.Phas. p.8 H., al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κολοβοδιέξοδος — κολοβοδιέξοδος, ον (Α) (για τους αστέρες τών οποίων η ανατολή και η δύση είναι αόρατες λόγω τής ανατολής και τής δύσης τού Ηλίου) αυτός που έχει κολοβή διέξοδο («ὁμοίως δὲ τοὺς μέν τὴν ἑσπερίαν ἀνατολήν τῆς ἑῴας προχρονοῡσαν ἔχοντας [ἀστέρας] τῶν … Dictionary of Greek
κολοβοδιεξόδους — κολοβοδιέξοδος having a curtailed passage masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβοδιεξόδων — κολοβοδιέξοδος having a curtailed passage masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… … Dictionary of Greek